- οἰνοβαρείων
- οἰνο-βαρείων (βαρύς), part.: heavy with wine. (Od.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
οινοβαρείων — οἰνοβαρείων ωνος, ὁ (Α) μεθυσμένος («ὁ δ ἐρεύγετο οἰνοβαρείων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός εκτεταμένος τ. τού οἰνοβαρής με κατάλ. είων (πρβλ. βαρυπν είων)] … Dictionary of Greek
οἰνοβαρείων — to be heavy masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)